- νωτάκμων
- νωτάκμων, -ονος, ό, ἡ (Α)αυτός που έχει θωρακισμένα τα νώτα του («νωτάκμονες... καρκίνοι», Βατραχομ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + ἄκμων «σιδερένια βάση, αμόνι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νωτάκμονες — νωτάκμων with mailed back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)